Kοινωνική φοβία
Πολλοί από εμάς νιώθουν αμηχανία κι άγχος όταν γνωρίζουν
άτομα για πρώτη φορά (ειδικά του αντίθετου φύλου), όταν γνωρίζουν «σημαντικά»
για εκείνους πρόσωπα ή όταν καλούνται να μιλήσουν μπροστά σε κοινό. Ο βαθμός
όμως που τα παραπάνω μας στοιχίζουν τελικά στις κοινωνικές μας σχέσεις και μας
εμποδίζουν να πάρουμε ικανοποίηση από αυτές καθορίζει αν αποτελούν πρόβλημα ή
όχι.
Στην κοινωνική φοβία το άτομο νιώθει πολύ εντονότερο άγχος
από ντροπαλότητα ή συστολή κι αποφεύγει τις κοινωνικές καταστάσεις που του
προκαλούν άγχος, ή όταν δεν μπορεί να τις αποφύγει νιώθει έντονα συμπτώματα
άγχους και μάλιστα σωματικά (ταχυκαρδία, κοκκίνισμα, τρέμουλο, ιδρώτα,
διάρροια) και σε σοβαρές περιπτώσεις φτάνει σε πανικό. Είναι ο έντονος και επίμονος
φόβος του ατόμου ότι θα ταπεινωθεί ή θα νιώσει αμήχανα σε κοινωνικές
καταστάσεις ή σε καταστάσεις που πρέπει να επιτελέσει κάτι μπροστά σε
κοινό. Για παράδειγμα, όταν πρέπει να μιλήσει δημόσια, φοβάται ότι οι
άλλοι θα δουν ότι έχει άγχος ή ότι τρέμουν τα χέρια του ή η φωνή του.
Όταν είναι σε μια παρέα, φοβάται ότι όταν έρθει η σειρά του δεν θα μπορέσει να
μιλήσει. Άλλες καταστάσεις που μπορεί να αντιμετωπίζει με άγχος ή να αποφεύγει
είναι να μιλά σε τηλέφωνο σε δημόσιο χώρο, να χρησιμοποιεί δημόσια
τουαλέτα, να τρώει και να πίνει σε δημόσιους χώρους, να μιλά σε άτομα με εξουσία,
να εργάζεται ή να γράφει ενώ κάποιος παρατηρεί.
Η κοινωνική φοβία φαίνεται να είναι λίγο πιο συχνή στις
γυναίκες. Οι συνέπειες στη ζωή του ατόμου είναι σημαντικές, όπως μοναξιά,
έλλειψη φίλων κι ερωτικού συντρόφου, ανεπάρκεια στην δουλειά, κατάθλιψη και
χρήση αλκοόλ και αγχολυτικών για μείωση του άγχους.
Η ψυχολογική θεραπεία της κοινωνικής φοβίας μπορεί να είναι
ατομική ή ομαδική. Σε ένα περιβάλλον εχεμύθειας και αποδοχής, το άτομο αναγνωρίζει
τους υπερβολικούς φόβους του ότι δεν είναι ικανό να επιτελέσει κάτι σωστά, ότι
θα κάνει λάθη, ότι οι άλλοι θα το κρίνουν άσχημα, ότι θα γελοιοποιηθεί ή ότι θα
φανεί «τρελός» και μαθαίνει νέους λειτουργικούς τρόπους να σκέφτεται και να
συμπεριφέρεται. Γνωρίζει και αποδέχεται τον εαυτό του, αποκτά μια βαθιά αίσθηση
αυτού που έχει πραγματικά σημασία για τον ίδιο και ενισχύει την αυτοεκτίμησή
του.
Χρύσα Γκαϊνταρτζή
Ψυχολόγος ΑΠΘ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου