Το σημείωμα του Διονύση Σαββόπουλου (video)
Σκηνοθετῶ σὰν διαµαρτυρόµενος θεατής, διότι ἔχω
σιχαθεῑ τὸν Ἀριστοφάνη ὅπως τὸν παίζουν πιὰ στὴν
Ἐπίδαυρο καὶ στὶς κουρασµένες τουρνέ τους οἱ
δηµοφιλεῑς καλαµπουρτζῆδες µας.
Γιὰ µένα, ὁ δηµιουργὸς τῶν Ὸρνίθων καὶ τῆς
Λυσιστράτης ἔρχεται σὰν ἕνας µεγάλος θυσιαστικὸς
κλόουν, βαµµένος ἀστεῑα καὶ φλογισµένος ἀπ’
τὸν πυρετὸ τοῡ οὐρανοῡ βρίζοντας σὰν ποιητής,
σαρκάζοντας σὰν ποιητὴς καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα
βάζοντας τὸ κεφάλι του πάνω στὸν πάγκο τοῡ
χασάπη σὰν ποιητής –ὅπως ὁ Δικαιόπολις στοὺς
Ἀχαρνῆς του– προκειµένου ν’ ἀνατρέψει τὴν
παγωµένη µας γλώσσα, τὴν παγωµένη µας ζωὴ καὶ
νὰ φιλοτιµήσει τὸ λαό, ποὺ κατάντησε µιὰ ἔντροµη
καὶ συγχυσµένη µάζα, ν’ ἀλλάξει, νὰ ξαναβρεῑ τὸν
ἑαυτό του, νὰ κάνει τὶς δύσκολες ἐπιλογές του καὶ ν’
ἀνορθωθεῑ.
Καταπιάστηκα τὸ 1975 µὲ τοὺς Ἀχαρνῆς, τὸ πρῶτο
σωζόµενο ἔργο του, µετὰ ἀπὸ προτροπὴ τοῡ
ἀλησµόνητου Κάρολου. Καὶ δέκα χρόνια µετά, τὸ
καλοκαίρι τοῡ 1985, µὲ τὸ τελευταῑο σωζόµενο, τὸν
Πλοῡτο, γιὰ τὴν παράσταση τοῡ Ἐθνικοῡ, στὴν
Ἐπίδαυρο, σὲ σκηνοθεσία Λούκα Ρονκόνι.
Ἀγάπησα, τότε, πολὺ τὸν Πλοῡτο. Αὐτὴ ἡ κωµωδία
ἔχει ἕνα λυγµὸ µέσα της. Σὰν ὁ Ἀριστοφάνης νὰ
ἤθελε νὰ γράψει τραγωδία, ἀλλὰ γιὰ κάποιον
ἄγνωστο λόγο, σ’ αὐτὸν δὲν ἐπιτρέπονται
τραγωδίες, παρὰ µόνον γελαστὰ καὶ λαϊκότερα
ἔργα.
Τὸ ἔργο εἶναι γεµάτο σιωπές, πικρὴ εἰρωνεία
καὶ ἀνησυχητικὰ γέλια. Γραµµένο, λές, γιὰ τὴν
πόλη, τὴν Ἀθήνα, ποὺ µετὰ τὴν ἧττα στοὺς Αἰγὸς
ποταµοὺς ἔπρεπε πιὰ νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ζήσει
στοὺς αἰῶνες ὁ πολιτισµός της.
Ὁ T.S. Eliot ἔλεγε ὅτι ὁ Πλοῡτος εἶναι λανθάνουσα
τραγωδία καὶ ὁ Gilbert Murray ὅτι, µ’ αὐτὸ τὸ ἔργο
του, ὁ Ἀριστοφάνης σκότωσε µὲ τὰ ἴδια του τὰ
χέρια τὸ µεγάλο πολεµικό του ἄλογο: τὴν ἀρχαία
κωµωδία.
Τώρα τὸ σκηνοθετῶ ὄχι σὰν σκηνοθέτης, ποὺ
ἀσφαλῶς δὲν εἶµαι, ἀλλὰ σὰν τραγουδοποιός,
ποὺ ἀνακαλύπτει, µέσα σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο τῶν 1200
στίχων, τὴ βουβὴ µουσική τους: τοὺς ρυθµούς, τὶς
χρονοµετρηµένες παύσεις, τὰ τονικὰ ὕψη, τὴ µαγικὴ
ἀναλογία ἀνάµεσα στὶς µακρὲς καὶ στὶς βραχεῖες
συλλαβές, τὶς ἐπιταχύνσεις καὶ τὴν ἐπιβράδυνση.
Ἐκεῖ παλεύουµε νὰ φτάσουµε, ἀπὸ τὸν περασµένο
Μάρτιο, µὲ τοὺς λαµπροὺς συνεργάτες µου, ποὺ
τοὺς εὐγνωµονῶ γιὰ τὴ δοτικότητα καὶ τὴν ἔξαψή
τους.
Εἴδαµε τὸ ἔργο σὰν µιὰ παρτιτούρα τοῡ λόγου καὶ
προσπαθήσαµε νὰ τὸ στήσουµε σὰν ἕνα θέατρο τῆς
φωνῆς κυρίως.
Σᾶς εὐχόµαστε µιὰ φωτεινὴ νύχτα. Καλὸ καλοκαίρι.
— Διονύσης Σαββόπουλος
σιχαθεῑ τὸν Ἀριστοφάνη ὅπως τὸν παίζουν πιὰ στὴν
Ἐπίδαυρο καὶ στὶς κουρασµένες τουρνέ τους οἱ
δηµοφιλεῑς καλαµπουρτζῆδες µας.
Γιὰ µένα, ὁ δηµιουργὸς τῶν Ὸρνίθων καὶ τῆς
Λυσιστράτης ἔρχεται σὰν ἕνας µεγάλος θυσιαστικὸς
κλόουν, βαµµένος ἀστεῑα καὶ φλογισµένος ἀπ’
τὸν πυρετὸ τοῡ οὐρανοῡ βρίζοντας σὰν ποιητής,
σαρκάζοντας σὰν ποιητὴς καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα
βάζοντας τὸ κεφάλι του πάνω στὸν πάγκο τοῡ
χασάπη σὰν ποιητής –ὅπως ὁ Δικαιόπολις στοὺς
Ἀχαρνῆς του– προκειµένου ν’ ἀνατρέψει τὴν
παγωµένη µας γλώσσα, τὴν παγωµένη µας ζωὴ καὶ
νὰ φιλοτιµήσει τὸ λαό, ποὺ κατάντησε µιὰ ἔντροµη
καὶ συγχυσµένη µάζα, ν’ ἀλλάξει, νὰ ξαναβρεῑ τὸν
ἑαυτό του, νὰ κάνει τὶς δύσκολες ἐπιλογές του καὶ ν’
ἀνορθωθεῑ.
Καταπιάστηκα τὸ 1975 µὲ τοὺς Ἀχαρνῆς, τὸ πρῶτο
σωζόµενο ἔργο του, µετὰ ἀπὸ προτροπὴ τοῡ
ἀλησµόνητου Κάρολου. Καὶ δέκα χρόνια µετά, τὸ
καλοκαίρι τοῡ 1985, µὲ τὸ τελευταῑο σωζόµενο, τὸν
Πλοῡτο, γιὰ τὴν παράσταση τοῡ Ἐθνικοῡ, στὴν
Ἐπίδαυρο, σὲ σκηνοθεσία Λούκα Ρονκόνι.
Ἀγάπησα, τότε, πολὺ τὸν Πλοῡτο. Αὐτὴ ἡ κωµωδία
ἔχει ἕνα λυγµὸ µέσα της. Σὰν ὁ Ἀριστοφάνης νὰ
ἤθελε νὰ γράψει τραγωδία, ἀλλὰ γιὰ κάποιον
ἄγνωστο λόγο, σ’ αὐτὸν δὲν ἐπιτρέπονται
τραγωδίες, παρὰ µόνον γελαστὰ καὶ λαϊκότερα
ἔργα.
Τὸ ἔργο εἶναι γεµάτο σιωπές, πικρὴ εἰρωνεία
καὶ ἀνησυχητικὰ γέλια. Γραµµένο, λές, γιὰ τὴν
πόλη, τὴν Ἀθήνα, ποὺ µετὰ τὴν ἧττα στοὺς Αἰγὸς
ποταµοὺς ἔπρεπε πιὰ νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ζήσει
στοὺς αἰῶνες ὁ πολιτισµός της.
Ὁ T.S. Eliot ἔλεγε ὅτι ὁ Πλοῡτος εἶναι λανθάνουσα
τραγωδία καὶ ὁ Gilbert Murray ὅτι, µ’ αὐτὸ τὸ ἔργο
του, ὁ Ἀριστοφάνης σκότωσε µὲ τὰ ἴδια του τὰ
χέρια τὸ µεγάλο πολεµικό του ἄλογο: τὴν ἀρχαία
κωµωδία.
Τώρα τὸ σκηνοθετῶ ὄχι σὰν σκηνοθέτης, ποὺ
ἀσφαλῶς δὲν εἶµαι, ἀλλὰ σὰν τραγουδοποιός,
ποὺ ἀνακαλύπτει, µέσα σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο τῶν 1200
στίχων, τὴ βουβὴ µουσική τους: τοὺς ρυθµούς, τὶς
χρονοµετρηµένες παύσεις, τὰ τονικὰ ὕψη, τὴ µαγικὴ
ἀναλογία ἀνάµεσα στὶς µακρὲς καὶ στὶς βραχεῖες
συλλαβές, τὶς ἐπιταχύνσεις καὶ τὴν ἐπιβράδυνση.
Ἐκεῖ παλεύουµε νὰ φτάσουµε, ἀπὸ τὸν περασµένο
Μάρτιο, µὲ τοὺς λαµπροὺς συνεργάτες µου, ποὺ
τοὺς εὐγνωµονῶ γιὰ τὴ δοτικότητα καὶ τὴν ἔξαψή
τους.
Εἴδαµε τὸ ἔργο σὰν µιὰ παρτιτούρα τοῡ λόγου καὶ
προσπαθήσαµε νὰ τὸ στήσουµε σὰν ἕνα θέατρο τῆς
φωνῆς κυρίως.
Σᾶς εὐχόµαστε µιὰ φωτεινὴ νύχτα. Καλὸ καλοκαίρι.
— Διονύσης Σαββόπουλος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου